- σεύω
- Α1. διώχνω2. (κατ' επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω3. καταδιώκω («σεύοντ' ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.)4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.)5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ («[ἡμιόνους] σεῡαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν», Ομ. Ιλ.)6. (σχετικά με πράγμα) ρίχνω, εξακοντίζω7. (παθ. και μέσ.) σεύομαια) τίθεμαι σε γρήγορη κίνησηβ) τρέχω, ορμώγ) τινάζομαι κατά μήκος («σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῡμα», Ομ. Οδ.)δ) φεύγω γρήγορα, βιαστικά («σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.)ε) (με απρμφ.) σπεύδω («ὅτε σεύαιτο διώκειν», Ομ. Ιλ.)στ) μτφ. είμαι έτοιμος, πρόθυμος για κάτι, επιθυμώ κάτι («θυμὸς δὲ μοι ἔσσυται», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σεύομαι (< *σεFομαι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kyew- συγγενή τής ρίζας *kei- «θέτω σε κίνηση» (πρβλ. κινῶ: κίνυμι) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. cyavate «ταράζομαι, κινούμαι», αβεστ. ş(y)avaite και το αρμ. čogay (με φωνηεντισμό -ο-). Από τους τ. τού ρήματος ο ενεστ. σεύομαι, οι αόρ. ἔσσυτο και ἔσευα (πρβλ. ἔχευα) και ο παρακμ. ἔσσυμαι είναι οι αρχαιότεροι. Το ρ. επίσης εμφανίζει και τ. συνηρημένους με φωνηεντισμό -ο- που ανάγονται πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. *σοFέομαι: σοῦνται, η προστ. σοῦ, σούσθω, σοῦσθε (πρβλ. και τους τ. τού Ησύχ.) «σῶμαιἕρπω» και «σοώμηνὡρμώμην»). Οι μτγν. τ., εξάλλου, σώοντο, σωομένους με μακρό φωνηεντισμό πιθ. είναι αναλογικοί τών τ. τού ῥώομαι. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -σόος (πρβλ. λαοσσόος, βοοσσόος, ιπποσσόος) με φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. και τα σύνθ. σε -σόος από τα σείω* και σώζω*). Το ρ., τέλος, συνδέεται με τη λ. σῶτρον (βλ. και λ. πανσυδί)].
Dictionary of Greek. 2013.